- ψυδράκιον
- ψυδράκιονpimpleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυδράκιον — τὸ, ΜΑ [ψύδραξ, ακος] λευκή φυσαλλίδα στη μύτη, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, σχηματιζόταν όταν κάποιος έλεγε ψέματα αρχ. 1. φλύκταινα στο σώμα 2. χαλάζιο, κριθαράκι τού ματιού … Dictionary of Greek
ψυδρακίοις — ψυδράκιον pimple neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυδρακίων — ψυδράκιον pimple neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυδράκια — ψυδράκιον pimple neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)